- άζομαι
- ἅζομαι (Α) (μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)1. κατέχομαι από δέος, από ιερό φόβο, ευλαβούμαι, φοβούμαι (ιδιαίτερα θεούς)2. φοβούμαι να κάνω κάτι, διστάζω. Η μετοχή ἁζόμενος και απολύτως «φοβισμένος, γεμάτος δέος». Από το ενεργητικό απαντά μόνο η μετοχή ἅζοντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἅζομαι αποτελεί επιβίωση (μόνον στον ενεστώτα και μόνο ως απλό) ενός ρήματος που χρησιμοποιήθηκε ήδη στον Όμηρο, για να σημάνει την έννοια τού «κατέχομαι από θείο φόβο, από ιερό δέος». Η σημ. αυτή συνδέεται με την παραγωγή τής λ. από την ΙΕ ρίζα *yag- «τιμώ (με θρησκευτική έννοια)»: ἅζομαι < *yag-yomai (= ἅγ-jομαι), πρβλ. αρχ. ινδ. yajati «τιμώ με προσευχές ή θυσίες». Βλ. και ἅγιος].
Dictionary of Greek. 2013.